- πανωνία
- πᾰν-ωνία, ἡ,A general sale of wares, Zos.2.38.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανωνίᾳ — πανωνίᾱͅ , πανωνία general sale of wares fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανωνία — ἡ, Α πώληση ή αγορά κάθε είδους πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ωνία (< ὤνιος < ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. ισ ωνία] … Dictionary of Greek
πανωνίαν — πανωνίᾱν , πανωνία general sale of wares fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανώνιος — ον, Α [πανωνία] αυτός που έχει όλων τών ειδών τα εμπορεύσιμα προϊόντα. επίρρ... πανωνίως Α με όλα τα εμπορεύσιμα προϊόντα … Dictionary of Greek